Project Description

Εικόνες

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
Συλλογή Βελιμέζη, δωρεά οικογενειών Μαργαρίτη και Μακρή
ΑΡΙΘ. ΔΩΡ. 69

Πρώτο μισό 18ου αιώνα
34 Χ 26 Χ 2 εκ
ΞΥΛΟ, ΑΥΓΟΤΕΜΠΕΡΑ

Η «κεκοιμημένη» Παναγία, με σφαλιστά βλέφαρα και χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος, κείται άψυχη σε ροδοκάστανη στρωμνή[1]. Η σινδόνη κοσμείται με στενή κίτρινη ταινία στην παρυφή. Φοράει ανοιχτόχρωμο πορφυρό μαφόριο με οκτάκτινα άστρα στους ώμους, κυανογάλανο φόρεμα και ανοιχτόχρωμα κόκκινα υποδήματα. Κυλινδρικό πορτοκαλέρυθρο μαξιλάρι με μαύρο γεωμετρικό κόσμημα και θυσάνους στα δύο άκρα προβάλλει παράταιρα κάτω από τον λαιμό. Την κεφαλή της Θεοτόκου περιβάλλει πλατύ φωτοστέφανο, κατεστραμμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος, με λεπτή κόκκινη γραμμή στην περίμετρο, διατηρημένη και αυτή σε σημεία. Μπροστά από τη νεκρική στρωμνή διακρίνονται περίτεχνο αργυρό κηροπήγιο με λαμπάδα αριστερά και απλούστερο χρυσό κωνικό μανουάλι με τρία κεριά δεξιά. Είναι πιθανό, και το αργυρό κηροπήγιο -πριν τη φθορά της ζωγραφικής στο σημείο- να είχε άλλα δύο κεριά εκατέρωθεν της κεντρικής λαμπάδας, όπως υποδεικνύει η μετέωρη κόκκινη φλογίτσα δεξιά της. Στα δύο άκρα υψώνονται ανόμοια τοξωτά αρχιτεκτονήματα. Αριστερά, δύο συνεχή τοξωτά ανοίγματα στηρίζονται σε τρεις κίονες με διάκοσμο στις βάσεις και τα κιονόκρανα, και φυλλοειδές κόσμημα στις ενδιάμεσες τριγωνικές επιφάνειες. Δεξιά, εικονίζεται επίμηκες κτήριο με δύο ευμεγέθεις ορθογώνιες θύρες ανάμεσα στις οποίες προβάλλει είδος πολυώροφου στενόμακρου πύργου, πίσω από τον οποίο διακρίνεται ενιαία θολωτή στέγη που απολήγει πλάι στην αριστερή θύρα, σχηματίζοντας κιονοστήριχτη τοξοστοιχία με δύο ανοίγματα. Η εικόνα ζωγραφισμένη σε ενιαίο ξύλο φέρει περιμετρικά γραπτή ερυθρή ταινία. Στην παρούσα κατάσταση διατήρησης δεν διακρίνεται καμία σχετική με το απεικονιζόμενο θέμα επιγραφή. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί η αρχική ύπαρξή της στο άνω μέρος της εικόνας, όπου όμως η ζωγραφική επιφάνεια έχει εκπέσει[2]. Κάτω από τις χρωστικές οι διαφαινόμενες συνοπτικές περιμετρικές χαράξεις στα ενδύματα και τον φωτοστέφανο της Παναγίας, καθώς και στο αρχιτεκτονικό βάθος υποδηλώνουν τη χρήση προσχεδίου. Στην πίσω όψη, σημειώνονται με μολύβι δυσδιάκριτοι αριθμητικοί υπολογισμοί.

Η εικονογραφία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εμπνέεται από τα απόκρυφα κείμενα, την εκκλησιαστική γραμματεία και την πλούσια υμνογραφική παράδοση της Εκκλησίας[3]. Αποκρυσταλλωμένη ήδη από τον 11ο αιώνα στο βασικό εικονογραφικό της σχήμα, κατακτά την πλήρη ανάπτυξή της στις πολυπρόσωπες μνημειακές συνθέσεις της παλαιολόγειας περιόδου, ενώ στα μεταβυζαντινά χρόνια επανέρχεται σε πιο λιτές παραστάσεις σε εικόνες και τοιχογραφίες[4]. Σε αυτές, εκτός από τα κύρια πρόσωπα της Παναγίας, του Χριστού και των εκατέρωθεν της νεκρικής κλίνης μοιρασμένων αποστόλων, τυπική είναι και η παρουσία στη σκηνή ιεραρχών, γυναικών, το επεισόδιο του Ιεφωνία, η θαυμαστή μεταφορά των αποστόλων σε νέφη, η Μετάσταση και η Παράδοση της Ζώνης της Παναγίας. Ωραίο πρώιμο κρητικό υπόδειγμα αυτού του σύνθετου εικονογραφικού τύπου αποτελεί η ενυπόγραφη εικόνα του Ανδρέα Ρίτζου στο Τορίνο (β΄ μισό 15ου αι.)[5]. Ωστόσο, στην εικόνα που εξετάζουμε, η σπάνια απεικόνιση του σκηνώματος της Θεοτόκου απομονωμένου από τα λοιπά κύρια στοιχεία της παράστασης, την απομακρύνει αισθητά από το μακραίωνο εικονογραφικό σχήμα, δημιουργώντας μια εξαιρετικά λιτή εικονογραφική παραλλαγή που επικεντρώνεται στο καθαυτό γεγονός του Κοιμήσεως της Παναγίας.

Ανάμεσα στις πολυάριθμες εικόνες της Κοιμήσεως, σπάνιες είναι οι ευσύνοπτες συνθέσεις σε οριζόντια ανάπτυξη, όπως για παράδειγμα η ομόθεμη εικόνα του Ιστορικού Μουσείου Μόσχας (17ος αι.), στην οποία, ωστόσο, εκτός της νεκρικής κλίνης με τη σορό της Παναγίας, περιλαμβάνονται ο Χριστός με τη σπαργανωμένη ψυχή της μητέρας του, οι άγγελοι και οι απόστολοι μοιρασμένοι σε δύο ομάδες εκατέρωθεν της Παναγίας[6]. Το σκήνωμα της Παναγίας πάνω σε απλή στρωμνή, όπως και στην εικόνα μας, με την προσθήκη όμως αγγέλων, του Χριστού ημίτομου και εννέα αποστόλων απεικονίζεται σε φορητή μακρόστενη εικόνα (18ος αι.) στον δισυπόστατο ναό του Αγίου Γεωργίου και των Εισοδίων της Θεοτόκου στη Μυρσίνη Λασιθίου[7]. Ακόμη πιο συνοπτική παράσταση με τη θανούσα Παναγία και δύο μόνον θρηνωδούς αγγέλους εκατέρωθεν αυτής, αποτελεί η ομόθεμη εικόνα στον ορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου στην Pula (17ος-18ος αι.), στην περιοχή της Ιστρίας (Κροατία)[8]. Από εικονογραφική άποψη, το τελευταίο έργο αποτελεί το πλησιέστερο εικονογραφικό παράλληλο της εικόνας μας. Επιπλέον, η εικόνα της Pula είναι τοποθετημένη στο διάχωρο του υπερθύρου της Πρόθεσης στο τέμπλο του ναού, με πάριση αυτήν του Επιταφίου Θρήνου, στοιχείο που δείχνει ότι αντίστοιχα και η εικόνα που εξετάζουμε πιθανόν να προοριζόταν να τοποθετηθεί πάνω από πλαϊνή θύρα τέμπλου αδιάγνωστου ναού[9]. Την υπόθεση ενισχύουν και δύο δυσεύρετες εικονογραφικές λεπτομέρειες στην παράστασή μας που αφορούν, η πρώτη στην απολύτως οριζόντια στάση του σκηνώματος, όπως σπάνια στις παραστάσεις της Κοιμήσεως[10], και η δεύτερη στην ιδιότυπη απεικόνισή της πάνω σε απλή στρωμνή και όχι σε νεκρική κλίνη. Οι δύο αυτές εικονογραφικές λεπτομέρειες θυμίζουν έντονα παραστάσεις του Επιταφίου Θρήνου, στις οποίες το νεκρό σώμα του Χριστού τοποθετείται κατά κανόνα σε αυστηρά οριζόντια στάση πάνω στην λίθινη πλάκα, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα λεπτή[11]. Είναι ενδιαφέρον, ότι σε παρόμοια αυστηρώς οριζόντια στάση εικονίζεται η νεκρή Παναγία σε παράσταση Κοιμήσεως του σύνθετου εικονογραφικού τύπου σε ξυλοχάρακτη πλάκα στη μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά (τέλη 17ου-αρχές 18ου αι.), έργο που διακρίνεται για τον απλοϊκό καλλιτεχνικό του χαρακτήρα[12]. Μάλιστα, πίσω από τη νεκρική κλίνη και εκατέρωθεν της μορφής του Χριστού, το αρχιτεκτονικό βάθος της σκηνής διαμορφώνεται με τοξοστοιχία, στοιχείο ιδιαίτερο που παρατηρείται και στην εικόνα που εξετάζουμε.

Θέμα, σχήμα και διαστάσεις της εικόνας της συλλογής Βελιμέζη ενισχύουν την υπόθεση κάποια παρόμοια με τις προαναφερόμενες απεικονίσεις της Κοιμήσεως της Παναγίας, πιθανόν σε χαρακτικό, να αποτέλεσε το πρότυπο του ζωγράφου μας, ο οποίος την αναπαρήγαγε με εκλεκτική διάθεση, προκειμένου να δημιουργήσει μία άκρως συνοπτική εικόνα της Κοιμήσεως που θα είναι ευάρμοστη σε υπέρθυρο πλαϊνής θύρας τέμπλου, ενδεχομένως πάρισης του Επιταφίου Θρήνου, παράσταση με την οποία άλλωστε το θέμα της Κοιμήσεως της Παναγίας παρουσιάζει τυπολογική και νοηματική αναλογία. Στην περίπτωση αυτή, οι πολλές δυσδιάκριτες αριθμητικές πράξεις και υπολογισμοί στην πίσω όψη της εικόνας μας, δεν θα ήταν απίθανο να αφορούν σε μετρήσεις των μαστόρων του τέμπλου κατά τη συνάρμοση των επιμέρους τμημάτων του. Τέλος, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί η χρήση της εικόνας σε ξυλόγλυπτο Επιτάφιο της Παναγίας κατά την Ακολουθία της περιφοράς στην εορτή της Κοιμήσεως[13], όπως αντίστοιχα το σπάνιο εικονίδιο του σκηνώματος της Παναγίας με αργυρεπίχρυση επένδυση στη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ύδρας (19ος αι.)[14].

Σε τεχνοτροπικό επίπεδο, η παράσταση διακρίνεται για την προχειρότητα της εκτέλεσης τόσο από τεχνικής όσο και από καλλιτεχνικής άποψης. Η παντελής απουσία προετοιμασίας του ξύλου συνέβαλε στην ευαλωτότητα της ζωγραφικής, ενώ σε σχεδιαστική απλοποίηση και αφέλεια οφείλονται η νεκρική στρωμνή της Παναγίας που μοιάζει μετέωρη καθώς απουσιάζει η κλίνη, η παράταιρη θέση του κυλινδρικού προσκέφαλου κάτω από τον λαιμό και όχι κάτω από την κεφαλή της Παναγίας και η συμβατική μορφή των απροσδιόριστων αρχιτεκτονημάτων στο βάθος.  Στο εύσαρκο πρόσωπο της Παναγίας τα χαρακτηριστικά αποδίδονται γραμμικά, με αδρότητα σχεδιαστική. Πρόσωπο και χέρια, με δάκτυλα ασπόνδυλα, πλάθονται γοργά, απλοϊκά με ψυχρά υπόλευκα φώτα σε μεγάλη έκταση και περιορισμένους μεταβατικούς τόνους σε ζεστό καστανό προπλασμό. Παρά το επίπεδο πλάσιμο, στα πλατιά ωχρά φωτίσματα και τα άτονα χείλη υποκρύπτεται κάποια μέριμνα για απόδοση της άψυχης μορφής της Θεοτόκου με στοιχεία ρεαλισμού. Στα φορέματα τα χρώματα είναι έντονα με κυρίαρχο το κόκκινο σε διάφορες αποχρώσεις, το οποίο ισορροπεί με το ψυχρότερο μπλε και γαλάζιο στο φόρεμα της Παναγίας και στην τοξοστοιχία του αρχιτεκτονικού βάθους, όπως και με το ζωηρό πράσινο του βάθους. Η πτυχολογία διαμορφώνεται με έντονες μαύρες γραμμές στο κόκκινο μαφόριο, ενώ στο κυανογάλανο φόρεμα η φωτοσκίαση επιτυγχάνεται με σκουρότερους ομοιόχρωμους τόνους. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά της ζωγραφικής της εικόνας μας αποτελούν γνωρίσματα μιας απλοϊκότερης καλλιτεχνικής τάσης, συγγενείς εκφράσεις της οποίας αναγνωρίζονται σε παλαιότερα έργα του 17ου αιώνα, όπως το τρίπτυχο της συλλογής Ανδρεάδη που συνδέεται με βορειοελλαδικά εργαστήρια[15], αλλά και σε μεταγενέστερα, όπως ο αρχάγγελος Μιχαήλ, έργο μακεδονικού εργαστηρίου στη συλλογή Οικονομοπούλου (18ος αι.)[16], η κεφαλή της Παναγίας (αρχές 18ου αι.) και η δίζωνη εικόνα της Δέησης και των έφιππων αγίων Γεωργίου και Δημητρίου στη συλλογή Τσακύρογλου (18ος αι.)[17]. Με την τελευταία, η εικόνα μας μοιράζεται επιπλέον τον ανάλογο πρόχειρο σχεδιασμό των φυλλοειδών μοτίβων στα μέτωπα των γραπτών τόξων πάνω από τους αγίους.

Έργο ταπεινό και συνάμα εκφραστικό, η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Συλλογής Βελιμέζη, αποτελεί απλοϊκή απόδοση άγνωστου σε εμάς προτύπου, πιθανόν χαρακτικού της εποχής. Ο εκλεκτικός και αφαιρετικός χαρακτήρας του έργου προβάλλει εμφατικά το γεγονός της Κοιμήσεως, δημιουργώντας μια ιδιότυπη, ιδιαίτερα λιτή παραλλαγή της παράστασης με τη μακραίωνη εικονογραφική παράδοση. Η συγκριτική διερεύνηση εικονογραφικών και τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών, όπως το συνοπτικό και απλοποιημένο σχέδιο, τα ζωηρά χρώματα και η καλλιτεχνική αδρότητα του έργου δείχνουν ζωγράφο χειροτέχνη, πιθανόν περιφερειακού εργαστηρίου της βόρειας Ελλάδας, και οδηγούν στη χρονολόγηση της εικόνας στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα.

Μαρία Νάνου

ΜΑ Ιστορικός Βυζαντινής Τέχνης, Θεολόγος

Εκθέσεις:
Synaxis 2010, εικ. 69.

[1] Synaxis 2010, εικ. 69.

[2] Η εικόνα, ζωγραφισμένη σε ενιαίο ξύλο χωρίς προετοιμασία. Εκτεταμένες απολεπίσεις εντοπίζονται στο άνω μέρος της ζωγραφικής επιφάνειας και στο φωτοστέφανο της Παναγίας, ενώ μικρότερης έκτασης φθορές παρατηρούνται τοπικά σε αρκετά σημεία. Ρομβοειδείς χαράξεις του ξύλου στην όψη υποδηλώνουν την αρχική πρόθεση του ζωγράφου να προβεί σε κάποιου είδους προετοιμασία του ξύλινου φορέα πριν τη ζωγραφική, η οποία για άγνωστο λόγο δεν πραγματοποιήθηκε. Σε προγενέστερο, άγνωστο σε εμάς χρόνο, η εικόνα καθαρίστηκε και στερεώθηκε. Επιζωγραφίσεις εντοπίζονται τοπικά στο κάτω μέρος του ενδύματος της Παναγίας. Η πίσω πλευρά του ξύλινου φορέα έχει ενισχυθεί με ένθεση παράλληλων σφηνών (παρκετατούρα), τοποθετημένων κλιμακωτά κατά μήκος διαγώνιας ρωγμής.

[3] Μπάρλος 1995, 96-97.

[4] Για την εικονογραφία της παράστασης, βλ. Wratislaw-Mitrović, Okunev 1931, 134-176. Καλοκύρης 1972, 126-140. Kalokyris 1974, 133-146. Τσιότρα 1998, 27-68.

[5] Βασιλάκη 2010, 202-204, αριθ. 50 (Χ. Μπαλτογιάννη).

[6] Το κάλλος της μορφής 1995, 234, αριθ. 98 (Ι. Κιζλάσοβα). Παρομοίως, σε οριζόντια διάταξη και λιτή εικονογραφία, απεικονίζεται η Κοίμηση σε στενή ζώνη στο κάτω μέρος κρητικής εικόνας με την Παναγία Οδηγήτριας στο ναό του Χρυσοστόμου στη Χώρα Κιμώλου (π. 1500), βλ. Byzantine and Post-Byzantine Art 1986, 120-121, αριθ. 120. Για την παλαιολόγεια περίοδο, αντιπροσωπευτικό δείγμα που κινείται σε ανάλογη τάση είναι η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Βυζαντινό Μουσείο της Καστοριάς (1368-1385), βλ. Τσιγαρίδας 2009, 241-248, εικ. 1. Τσιγαρίδας 2018, 159-162, αριθ. 29.

[7] Αδημοσίευτη, αρχείο Γ. Χουλιαρά, τον οποίο ευχαριστούμε για την πρόθυμη διάθεση του σχετικού φωτογραφικού υλικού.

[8] Βουλγαροπούλου 2014, 664, αριθ. 149.

[9] Αντίστοιχα, δύο ακόμη εικόνες με μακρόστενες διαστάσεις και παράσταση Επιταφίου Θρήνου στη συλλογή Βελιμέζη του Ιδρύματος Λασκαρίδη προοριζόνταν για ανάλογη θέση, πάνω δηλαδή από πλαϊνές θύρες τέμπλου, βλ. Synaxis 2010, εικ. 71. Αυτόθι, αριθ. δωρ. 51 (Μ. Νάνου), αριθ. δωρ. 126 (Μ. Νάνου).

[10] Συνήθως η κεφαλή της Παναγίας είναι είτε ελαφρώς είτε έντονα ανασηκωμένη. Σε ανάλογη αυστηρώς οριζόντια στάση εικονίζεται το λείψανο της Παναγίας σποραδικά σε πρώιμα βυζαντινά και παλαιολόγεια παραδείγματα, όπως στο αντιφωνάριο του Prumer (605), στο Ağaҫ alti kilise (11ος αι.) στην Καππαδοκία, στο Lesnovo (1349), στον Άγιο Αθανάσιο του Μουζάκη (1385),  στη μονή Βροντοχίου στον Μυστρά (14ος αι.), βλ. Τσιότρα 1998, πίν. 1β, 2α, 38α, 42α, 48β, αντίστοιχα.

[11] Βλ. για παράδειγμα την εικόνα του Επιταφίου Θρήνου στη συλλογή Γ. Τσολοζίδη (β΄ μισό 17ου αι.), Συλλογή Τσολοζίδη 2001, 54, αριθ. 70 (Α. Τούρτα) και αυτήν στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη (17ος αι.), Από τη Σάρκωση του Λόγου 2008, 78, αριθ. 35 (Ν. Μπονόβας). Πρβλ. τις ομόθεμες της συλλογής Βελιμέζη του Ιδρύματος Λασκαρίδη, ό.π., υποσημ. 9.

[12] Παπαστράτου 1986, Ι, 155, αριθ. 153.

[13] Ωραίο δείγμα Επιταφίου της Παναγίας αποτελεί ο μικρών διαστάσεων ζωγραφιστός ναόσχημος Επιτάφιος από τον ναό του Ευαγγελισμού της Κιμώλου (αρχές 19ου αι.), σήμερα στο Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο, Χριστιανική Συλλογή 2006, 294-295, αριθ. 294 (Α. Κατσελάκη).

[14] Εκκλησιαστικό Μουσείο Ύδρας 2009, 372-373, αριθ. 153 (Α. Κατσελάκη).

[15] Δρανδάκη 2002, 194-195, αριθ. 45.

[16] Μπαλτογιάννη 1985, 121, αριθ. 278, πίν. 181.

[17] Καρακατσάνη 1980, σ. 197, αριθ. 242 και σ. 222, αριθ. 334, αντίστοιχα. Ανάλογα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται και σε μεταγενέστερα έργα, όπως η δίζωνη εικόνα με τους αγίους Ιωακείμ, Άννα και ιεράρχες στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης (αρχές 19ου αι.), Συλλογή εικόνων 1992, 74, αριθ. 9.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου.

Αυγοτέμπερα σε ξύλο. Τέλη 18ου αι.

27,0 x 59,5 x 3,0 εκ.

(αριθ. δωρεάς 69)

Έκθεση SYNAXIS, Μόσχα 2010, αριθ. κατ. 69.