Project Description

Λειτουργικά Αντικείμενα

ΘΩΡΑΚΙΑ (3 ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΕΜΠΛΟΥ)

A TMHMA
113 x 91 εκ.
Ξυλόγλυπτο
19ος αιώνας

Τμήμα από τη ζώνη της βάσης ξυλόγλυπτου τέμπλου. Διατηρούνται οι κιονίσκοι και τα δύο οριζόντια τμήματα του θωρακίου (ποδιάς), χωρίς τον κεντρικό ταμπλά. Το έξεργο ανάγλυφο του έργου αναδεικνύουν επιχρωματισμένα σε σημεία γλυπτά μέρη, καθώς και το ερυθρό βάθος πάνω στο οποίο προβάλλονται τα θέματα στα δύο οριζόντια τμήματα του θωρακίου.

Το ορθογώνιο πλαίσιο πατά χαμηλά σε τριπλή βαθμιδωτή βάση ορθογώνιας τομής. Δεξιά και αριστερά προέχουν οι δύο κιονίσκοι οι οποίοι εκκινούν από διπλής καμπυλότητας ημικυκλική βάση, απολήγουν σε δακτύλιο και επιστέφονται από περίτεχνα κορινθιάζοντα ημικιονόκρανα. Την επιφάνεια των κιονίσκων καλύπτει πλούσιος γλυπτός διάκοσμος από ελισσόμενες κληματίδες με πλατιά φύλλα αμπέλου και χυμώδη τσαμπιά σταφυλιών. Ανάμεσά τους, στην πρόσθια όψη κάθε κιονίσκου, παριστάνεται από μία ολόσωμη, αυστηρά μετωπική μορφή γενειοφόρου άνδρα. Φέρει ποδήρη χιτώνα, φελόνιο και επιτραχήλιο, ενώ με τα δύο χέρια κρατεί εμπρός στο στήθος κλειστό ένσταυρο κώδικα Ευαγγελίου, ανακαλώντας μορφή ιερουργούντα κληρικού. Οι οριζόντιες πλατύτερες ταινίες στο άνω και κάτω τμήμα της ποδιάς κοσμούνται με υπόλευκες φτερωτές κεφαλές αγγέλων (putti) στο μέσον και συμμετρικούς κυματοειδείς φυλλοφόρους κλάδους εκατέρωθεν, στο χρώμα της ώχρας. Τους κλάδους διανθίζουν ομοιόμορφοι εξάφυλλοι βαθυκύανοι ρόδακες.

Το έργο χαρακτηρίζει ο συνδυασμός φυτικού και ανθρωπομορφικού διακόσμου με έντονο συμβολικό και λειτουργικό περιεχόμενο. Η απεικόνιση κλήματος με καρπούς αναπέμπει στον παραλληλισμό του Χριστού ως Αμπέλου, ενώ οι παραστάσεις των λειτουργών ιερέων και των χερουβείμ συνάδουν με τον λειτουργικό χαρακτήρα και τον υψηλό θεολογικό συμβολισμό του τέμπλου ως ορατού ορίου μεταξύ εγκόσμιου και ουράνιου χώρου εντός του χριστιανικού ναού1.

Ως προς την τεχνική εκτέλεση και το ύφος, το έργο συνδυάζει την παλαιότερη παράδοση του χαμηλού αναγλύφου φιλοτεχνημένου με άνεση στις οριζόντιες διακοσμητικές ταινίες του θωρακίου με τις νεωτερικές τάσεις του πυκνού έξεργου διακόσμου των κιονίσκων, που εδώ αποδίδεται μεν φυσιοκρατικά αλλά με κάποια ατολμία στη λάξευση και από την άποψη αυτή βρίσκεται στον απόηχο των καλλιτεχνικών τάσεων του ανήσυχου «νεοελληνικού μπαρόκ», το οποίο θα επικρατήσει στην εκκλησιαστική ξυλογλυπτική από τα μέσα του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα2. Από την άλλη, η αδρή απόδοση και ο απλοϊκός χαρακτήρας των χερουβείμ και των ιερατικών μορφών ανακαλούν έργα λαϊκής λιθογλυπτικής του 19ου αιώνα. Παράλληλα, η αρμονική χρωματική διαπραγμάτευση στο γλυπτό διάκοσμο και το βάθος προσδίδει χάρη και ζωντάνια στο σύνολο. Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνάδουν στην απόδοση του έργου σε άξιο τεχνίτη, γνώστη της παράδοσης και συνάμα ενήμερο των αισθητικών τάσεων και απαιτήσεων της εποχής του, ο οποίος ζει και εργάζεται σε μια περίοδο μετάβασης από το μεταβυζαντινό κόσμο στο νεοελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα, περίοδο στην οποία θα μπορούσε να χρονολογηθεί και το υπό εξέταση έργο.

Μ. Νάνου

1 Sh. Gerstel (επιμ.), Thresholds of the Sacred: Art Historical, Archeological, Liturgical and Theological Views on Religious Screens East and West, Dumbarton Oaks, Washington D.C. 2006. Τζ. Αλμπάνη, Ανάγοντας το αθέατο σε θεατό. Οι φορητές εικόνες των βυζαντινών τέμπλων, Τέμπλον. Άγιες Μορφές, Αόρατες Πύλες Πίστης, Χ. Φ. Μαργαρίτης (επιμ.), Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, Αθήνα 2017, 57-59.
2 Κ. Α. Μακρής, Εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα, Αθήναι 1982, 10-15. Ε. Τσαπαρλής, Το ξυλόγλυπτο τέμπλο στην Ήπειρο κατά το β΄ μισό του 18ου αιώνα, Αντίφωνον. Αφιέρωμα στον καθηγητή Ν. Β. Δρανδάκη, Θεσσαλονίκη 1994, 80-82. Ν. Νικονάνος, Τα ξυλόγλυπτα του Αγίου Όρους, Θησαυροί του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 19972, 293-294. Τ. Απ. Σιούλης, Ο ξυλόγλυπτος διάκοσμος των εκκλησιών στην Ήπειρο. Μεταβυζαντινή περίοδος, Ιωάννινα 2008, 121, 165-168.

Β TMΗΜΑ
96,5 x 93 εκ. και

Γ ΤΜΗΜΑ
106 x 89,5 εκ.

Ξυλόγλυπτα
19ος αιώνας

Πρόκειται για δύο όμοιων διαστάσεων ξυλόγλυπτα τμήματα ορθογώνιου σχήματος, από την κατώτερη ζώνη τέμπλου. Έργα μικτής τεχνικής καθώς φέρουν γλυπτό και ζωγραφικό διάκοσμο, παρακολουθούν σε μορφή τα αντίστοιχα λίθινα φράγματα. Τα δύο ξυλόγλυπτα τμήματα πατούν σε βαθμιδωτή βάση, απολήγουν σε επίπεδη επίστεψη, επίσης βαθμιδωτή, και χωρίζονται από οριζόντια ταινία, σε δύο άνισες μεταξύ τους ζώνες, με την ανώτερη να είναι μικρότερη σε ύψος. Ανά δύο πεσσίσκοι, ορθογώνιας τομής, ορίζουν τα διάκενα της ποδιάς. Την πρόσθια όψη τους κοσμεί κάνιστρο από όπου βγαίνει φυλλοφόρο κλαδί με γαλανά άνθη. Ανάλογο μοτίβο, πλατύτερο και σε οριζόντια διάταξη, επαναλαμβάνεται και σε όλο το μήκος της ανώτερης στενής ζώνης, στο κέντρο της οποίας σε ελλειψοειδές κοκκινωπό μετάλλιο στο κέντρο γράφεται με χρυσοκίτρινο χρώμα ρόδακας. Το κεντρικό τμήμα της ποδιάς καταλαμβάνει ορθογώνιο σανίδωμα, το θωράκιο με ξυλόγλυπτο πλαίσιο, το οποίο κοσμείται με τον ίδιο βλαστό με ελισσόμενα φύλλα και άνθη. Τον πίνακα (ταμπλά) στο κέντρο κοσμεί γραπτός κοκκινωπός σταυρός με στρογγυλεμένες τις κεραίες.

Τα δύο ξυλόγλυπτα θωράκια, με το χαμηλό πρόστυπο ανάγλυφο και τη λιτότητα των εικονογραφικών μοτίβων, παρακολουθούν σε επίπεδο τεχνικής αλλά και στην επιλογή του είδους του διακόσμου τις τάσεις του 17ου αιώνα, πριν δηλαδή την καθιέρωση του μπαρόκ1. Ωστόσο, η αδρή, λαϊκότροπη απόδοση των θεμάτων και η περιορισμένη χρωματική κλίμακα μας οδηγούν σε όψιμους χρόνους και μας επιτρέπουν τη χρονολόγησή τους κατά το 19ο αιώνα.

Α. Κατσελάκη

1 Π. Δ. Ευγενικός, Τα ξυλόγλυπτα τέμπλα του 17ου αι. από την περιοχή του Πηλίου, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2007.

Θωράκια (τρία τμήματα τέμπλου).

Ξυλόγλυπτα. 19ος αι.

106 x 93, 108 x 93, 112 x 93 εκ.

(αριθ. δωρεάς 133)