Project Description

Λειτουργικά Αντικείμενα

ΑΡΓΥΡΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΕΙΚΟΝΑΣ ΜΕ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ.

0,95 × 0,75 μ.
Ασήμι σφυρήλατο, φουσκωτό, σκαλιστό
α΄ μισό του 19ου αιώνα

Οι επενδύσεις εικόνων κατασκευασμένες από πολύτιμα υλικά, συνήθως άργυρο, σπανιότερα σε συνδυασμό με χρυσό και ημιπολύτιμες πέτρες, αποτελούν είδος θρησκευτικού αφιερώματος και έκφραση πίστης και ευλάβειας προς τις εικόνες των αγίων, για τις οποίες προορίζονται, ιδίως όταν αυτές συνδέονται με φημισμένα προσκυνήματα της χριστιανοσύνης.1 Τα αργυρά επιθέματα εικόνων ακολουθούν κατά κανόνα την εικονογραφία της παλαιότερης παράστασης την οποία επικαλύπτουν, με εξαίρεση τα επιθέματα που κατασκευάζονται συγχρόνως με την εικόνα, οπότε η ζωγραφική μπορεί και να περιορίζεται μόνο στα ορατά σημεία της εικόνας, συνήθως πρόσωπα και άκρα.2

Η αργυρή επένδυση με την παράσταση της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής3 στη Συλλογή Βελιμέζη-Μακρή-Μαργαρίτη, σήμερα στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, εντάσσεται στην αφιερωματική αυτή πρακτική, γνωστή ήδη από τη μεσοβυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα δημοφιλή ωστόσο και κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Πιθανώς χρησιμοποιήθηκε για την επικάλυψη παλαιότερης ή σύγχρονης ομόθεμης εικόνας προσκυνηταρίου ή τέμπλου της σειράς των δεσποτικών, όπως συνάγεται από τις διαστάσεις της. Δεν αποκλείεται, αν επένδυση και ζωγραφική της εικόνας έγιναν με κοινή παραγγελία, η ζωγραφική να περιορίστηκε στα προσωπογραφικά μόνο χαρακτηριστικά των απεικονιζόμενων μορφών, όπως επιτρέπει να υποθέσουμε το ίδιο το έργο. Το θέμα συνδέεται με τη μονή της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής στην Κωνσταντινούπολη, περιώνυμο προσκύνημα της χριστιανοσύνης λόγω του θαυματουργού αγιάσματος που αναβλύζει σε υπόγειο ναΐσκο με δεξαμενή από τη βυζαντινή εποχή μέχρι σήμερα. Στα μετά την Άλωση χρόνια το προσκύνημα προσέλαβε και το τουρκικό προσωνύμιο Παναγία του Μπαλουκλή (ή Βαλουκλή) και Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα.4

Στο αργυρό επίθημα η Θεοτόκος παριστάνεται στον τύπο της Πλατυτέρας με τα χέρια υψωμένα σε στάση δεήσεως κρατώντας στην αγκαλιά τον μικρό Χριστό, ο οποίος ευλογεί με το δεξί χέρι και κρατάει ειλητάριο στο αριστερό. Το ζεύγος μητέρας-παιδιού, που αναδύεται από το ανώτερο στέλεχος διπλής καθ’ ύψος τετράλοβης δεξαμενής με κρουνούς σε σχήμα λεοντοκεφαλών, περιβάλλουν πυκνές νεφέλες και μικρογραφημένοι άγγελοι που ανακρατούν ανεπτυγμένα αλλά ανεπίγραφα ειλητάρια,5 προσδίδοντας με την παρουσία τους δοξαστικό περιεχόμενο στην παράσταση. Στο ύψος των ώμων της Θεοτόκου διακρίνεται εγχάρακτη μεγαλογράμματη επιγραφή: Η ΖΩΟΔΟΧΟΣ – ΠΗΓΗ. Χαμηλότερα, εκατέρωθεν της δεξαμενής και σε συμμετρική διάταξη, εικονίζονται αριστερά ομάδα κληρικών με επικεφαλής τον Πατριάρχη και δεξιά το αυτοκρατορικό ζεύγος με τη συνοδεία αξιωματούχων του παλατιού και στρατιωτικής φρουράς. Σε πρώτο επίπεδο, μπροστά από τη δεξαμενή αλλά και πίσω από αυτή, προσέρχονται υποβοηθούμενοι οι ασθενείς· άνθρωποι κατάκοιτοι αναμένουν τη θεραπεία, άλλοι νίβουν στην πηγή το πρόσωπο, γεμίζουν λαγήνια, πίνουν από το θαυματουργό αγίασμα προσδοκώντας την ίαση. Η παράσταση τοποθετείται ορθά εκτός των τειχών της Κωνσταντινούπολης,6 τα οποία διακρίνονται στον ορίζοντα, όπου ιστιοφόρα αρμενίζουν στα παράλια της θάλασσας του Μαρμαρά. Στο κάτω μέρος του πλαισίου της επένδυσης διακρίνεται δυσανάγνωστο όνομα, πιθανώς του τεχνίτη αργυροχόου ή του αφιερωτή: Ἀθ[ανάσιος] Κατ[…].

Το εικονογραφικό θέμα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, κωνσταντινουπολίτικης προέλευσης, απαντά διαμορφωμένο από τον 14ο αιώνα και σταδιακά γνωρίζει ευρεία διάδοση σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, παράλληλα με την εξάπλωση της φήμης του ιαματικού αγιάσματος, το οποίο ανέδειξε τη μονή σε
λαμπρό προσκύνημα της Κωνσταντινούπολης.7 Παρόλο που η μονή ερειπώθηκε μετά την Άλωση, η ανακαίνισή της τον 18ο αιώνα ώθησε στην εκ νέου ακτινοβολία του εορτασμού του ιερού προσκυνήματος ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινησίμου, και στην ταυτόχρονη εξέλιξη του εικονογραφικού τύπου της ομώνυμης παράστασης, η οποία τώρα εμπλουτίζεται με την παρουσία πασχόντων που συνδέονται με αφηγήσεις θαυμάτων και πληθώρα παραπληρωματικών στοιχείων.8

Η αργυρή επένδυση προδίδει την όψιμη εικονογραφία του πρωτοτύπου της. Σύνθεση πολυπρόσωπη με έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα, περιγράφει εικαστικά τον πανηγυρικό εορτασμό της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής του Μπαλουκλή: παρόντες σωματικά οι πάσχοντες προσδοκούν το θαύμα της ίασης, παρόντες νοητά οι ασώματοι άγγελοι δοξολογούν τη ζωοποιό δύναμη της Παρθένου, μάρτυρες στο θαύμα και συνάμα προσκυνητές οι εκκλησιαστικοί και οι κοσμικοί άρχοντες με τη συνοδεία τους προσέρχονται ευλαβικά στον λαμπρό εορτασμό της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής. Τα τείχη και η γραφική λεπτομέρεια των ιστιοφόρων στο βάθος της σκηνής υπαινίσσονται την πάλαι ποτέ Βασιλεύουσα, την οποία, ακόμη και «ἐν αἰχμαλωσίᾳ», λαμπρύνουν τα προσκυνήματά της. Η αφηγηματική εικονογραφία της σκηνής, χαρακτηριστικό δείγμα της εικονογραφικής εξέλιξης του θέματος κατά την όψιμη μεταβυζαντινή περίοδο, παρακολουθεί, με διαφοροποιήσεις, παραστάσεις ευρέως διαδεδομένες σε εικόνες9 και χαρακτικά,10 με πλησιέστερη ως προς την αρχαϊκότερη στάση της δεομένης Θεοτόκου, τη θέση και τις χειρονομίες των αγγέλων και τη συμμετρική διάταξη των ομάδων του ιερατείου και της αυτοκρατορικής αυλής, τη δεσποτική εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής (1737) του Διονυσίου του εκ Φουρνά, άλλοτε στο τέμπλο της ομώνυμης μονής, σήμερα στον ναό της Μεταμορφώσεως του Χριστού στη γενέτειρα του Διονυσίου, τη Φουρνά Ευρυτανίας.11 Αντιθέτως, το σχήμα της διπλής τετράλοβης φιάλης, το άνω στέλεχος της οποίας στηρίζει περίτεχνος υποστάτης, οι νεφέλες, όπως και η τειχισμένη Κωνσταντινούπολη στο βάθος της σκηνής παραπέμπουν στην αρτιότερη, από καλλιτεχνική άποψη, ομόθεμη χαλκογραφία του Χριστόφορου Ζεφάρ (1744) και στην πανομοιότυπη εικόνα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής στη μονή Ξενοφώντος,12 κυρίως όμως σε μεταγενέστερες απλουστευμένες εκδοχές της, όπως η εικόνα στον Άγιο Χαράλαμπο στο Λεωνίδιο Κυνουρίας (μέσα 18ου αι.) και το αγιορειτικής προέλευσης χαρακτικό με το ίδιο θέμα στη Συλλογή της Δ. Παπαστράτου (μέσα 19ου αι.).13

Το αργυρό επίθημα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής διακρίνεται για την ισόρροπη σύνθεση, την απλοϊκή απόδοση των μορφών με τη συγκρατημένη κίνηση, την προσπάθεια για πλαστικότητα των όγκων, την αίσθηση της τρίτης διάστασης στην προοπτική απεικόνιση του βάθους της σκηνής, τη διακοσμητική διάθεση και τη φροντισμένη εκτέλεση, στοιχεία που προδίδουν άξιο τεχνίτη, πιθανώς Ηπειρώτη αργυροχόο, με λαϊκή καλλιτεχνική αντίληψη και επιδεξιότητα στην επεξεργασία του πολύτιμου υλικού. Η προέλευση του έργου από τα Ιωάννινα, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του προηγούμενου κατόχου, ενισχύει την υπόθεση της ηπειρωτικής καταγωγής του τεχνίτη, ωστόσο η αποσπασματική διατήρηση της υπογραφής στο κάτω άκρο του έργου δεν επιτρέπει την ταύτιση με κάποιον επώνυμο Ηπειρώτη χρυσικό.14 Εικονογραφικά, τεχνοτροπικά και τεχνικά χαρακτηριστικά οδηγούν στη χρονολόγηση του εντυπωσιακού αυτού έργου στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, πιθανώς στις πρώτες δεκαετίες.

Μ. Νάνου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για την αφιερωματική πρακτική στην ελληνορθόδοξη παράδοση, βλ. Χανδακά 2006, 20-36.
2. Οικονομάκη-Παπαδοπούλου 1980, 23-24.
3. Πρώτα στοιχεία για το συγκεκριμένο έργο, βλ. Χανδακά 2006, 30. Πρβλ. Anthivola 2007,
αριθ. M-MS/S.1, 104 (M. Nanou).
4. Για τη λατρεία του αγιάσματος στην Κωνσταντινούπολη και τον συσχετισμό του με το εικονογραφικό θέμα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, βλ. ενδεικτικά, Καλοκύρης 1972, 202-204. Πάλλας 1973, 201-202 με σχετική βιβλιογραφία.
5. Στην εικονογραφία της σκηνής, οι άγγελοι κρατούν κατά κανόνα ενεπίγραφα ειλητάρια
εμπνευσμένα από την υμνολογία της Παναγίας, σύμφωνα και με τις οδηγίες του Διονυσίου του εκ
Φουρνά, Ερμηνεία 1909, 145.
6. Η μονή βρίσκεται εκτός των χερσαίων τειχών δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην
Πύλη της Συληβρίας.
7. Για την ιστορία και την εικονογραφία της παράστασης βλ. Πάλλας 1971, 202-224. Παπαστράτου 1981, Ι, 172-173. Velmans 2001, 79-88. Etzeoglou 2005, 239-249. Teteriatnikov 2005, 225-
238. Στη διάδοση του θέματος φαίνεται ότι συνέβαλαν αφενός η καθιέρωση της εορτής της
Ζωοδόχου Πηγής και η σύνθεση της ομώνυμης aκολουθίας από τον 14ο αιώνα, και αφετέρου η
κυκλοφορία των έντυπων πεντηκοσταρίων από τον 16ο αιώνα και εξής, βλ. Πάλλας 1971, 204-
205, 212.
8. Ειδικότερα για την εικονογραφική εξέλιξη του θέματος, τους δύο κύριους τύπους της παράστασης, τις παραλλαγές και σχετικά παραδείγματα, βλ. Πάλλας 1973, 202-224, σχέδ. 1-3, πίν.
44-55. Καλοκύρης 1972, 202-204, εικ. 285-288. Πρβλ. περιγραφή της παράστασης από τον Διονύσιο
τον εκ Φουρνά, Ερμηνεία 1909, 145.
9. Συγκεντρωμένα παραδείγματα βλ. Πάλλας 1973, εικ. 50β, 51, 52, 53, 55, 56. Kakavas 2008,
εικ. 134, 135, 137.
10. Βλ. ενδεικτικά Παπαστράτου 1981, Ι, αριθ. 169-179, σ. 173-182.
11. Kakavas 2008, 190-199, εικ. 134, με προγενέστερη βιβλιογραφία.
12. Παπαστράτου 1986, Ι, αριθ. 169, σ. 173-176, εικ. 1.
13. Βλ. αντιστοίχως, Πάλλας 1971, 218 εικ. 52. Παπαστράτου 1986, Ι, αριθ. 176, σ. 179.
14. Παπαδοπούλου 2005, 65-101, όπου χρονολογικός και αλφαβητικός κατάλογος εκατόν είκοσι τριών Ηπειρωτών τεχνιτών από τον 16ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα.

Aργυρή επένδυση εικόνας με παράσταση της Ζωοδόχου Πηγής.

Ασήμι σφυρήλατο, φουσκωτό, σκαλιστό. α’ μισό 19ου αι.

95 x 75 εκ.

(αριθ. δωρεάς 128 )

Tέμπλον. Άγιες μορφές, αόρατες πύλες πίστης, 20ος και 21ος αιώνας, εκδ. Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, Αθήνα 2017, σελ. 265 (Μαρία Νάνου).