Project Description

Εικόνες

Δείτε το βιβλίο

Ο ΆΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΝΘΡΟΝΟΣ

65x49x2 εκ.
Γύρω στο 1500

«Ο ‘Αγιος κάθεται σε χαμηλό χρυσοκόσμητο θρόνο, χωρίς ερεισίνωτο, πάνω σέ κυλινδρικό κόκκινο μαξιλάρι με χρυσές άκρες και με φούντες. Φορεί στολή αρχιερατική, με άσπρο ώμοφόριο που το στολίζουν κόκκινοι σταυροί, με ανοικτό καστανό σάκκο από χρυσοκέντητο ιταλικό ύφασμα. Κάτω από το σάκκο βγαίνει το πετραχήλι με χρυσές παραστάσεις άγιων και το ανάλογο έπιγονάτιο. Το στιχάριον είναι ανοικτό γαλάζιο. Ό ‘Αγιος ευλογεί με το δεξί χέρι και, με το αριστερό, κρατεί ανοικτό ευαγγέλιο, όπου η έπιγραφή με ωραία κεφαλαία μαύρα: ΕΙΠΕΝ Ο Κ(ΥΡΙΟ)C / ΕΓΩ ΕIΜΙ Η ΘΥ/ΡΑ ΔΙ’ ΕΜΟΥ / ΕΑΝ ΤΙΣ ΕΙCΕΛ/ΘΗ CΩΘΗCΕ/Τ/ΑΙ Κ(ΑΙ)] ΕΙCΕ/ΛΕΥCΕΤΑΙ Κ(ΑΙ) / ΕΞΕΛΕΥCΕΤΑΙ / Κ(ΑΙ) ΝΟΜΗΝ ΕΥ/ΡΗCΕΙ (Ιωήλ I, 9).
Στις επάνω γωνίες, σε μικρογραφία, αριστερά ο Χριστός προσφέρει ευαγγέλιο και δεξιά ή Παναγία προσφέρει ώμοφόριο. Στο δεξιόν ώμο, από πάνω, ίχνη έπιγραφής: [Ο ΑΓΙΟC] ΝΙΚΟ[ΛΑΟC]… Η παράσταση του Χριστού και της Παναγίας, επάνω, πρέπει να σχετισθή με το θαύμα που αναφέρουν τα μεταγενέστερα συναξάρια: στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, ό ‘Αγιος ερράπισε τον ’Άρειο, και για τούτο ο Κωνσταντίνος τον καθήρεσε- αλλά τη νύκτα του παρουσιάσθηκαν ο Χριστός και η Παναγία και τού έδωσαν το Ευαγγέλιο και το ωμοφόριο, εμβλήματα της αρχιερωσύνης… Το πλάσιμο τού κεφαλιού έχει γίνει μ’ εξαιρετικήν επιμέλεια· λίγες οι φωτισμένες επιφάνειες, τονίζονται με λεπτότατες άσπρες ψιμμυθιές, πάνω στον ελαιοκάστανο προπλασμό. Τα χείλη είναι κόκκινα, και μια κόκκινη γραμμή θερμαίνει τα βλέφαρα και την άκρη της μύτης. Τη λεπτομέρειαν αυτή, που χρησιμοποίησε και η κυρίως βυζαντινή ζωγραφική, συναντούμε σε ωρισμένες μόνο εικόνες, κυρίως του 15ου καί 16ου, καθαρά κρητικές… Ο ‘Αγιος Νικόλαος ο εν Μύροις παριστάνεται στον καθιερωμένο τύπο, που περιγράφει και η Ερμηνεία: “γέρων, φαρακλός, στρογγυλογένης”. Το μέτωπο όμως έχει εξογκωθεί υπερβολικά, ενώ σέ παλιότερες εικόνες, όπως στην ψηφιδωτήν εικόνα τού 14ου τής Μονής Σταυρονικήτα αλλά και σε μεταγενέστερες το ύψος του μετώπου, σε συνδυασμό με την κοντή λευκή γενειάδα, χαρακτηρίζουν τόν Άγιο, αλλά σε σωστότερες άναλογίες». Μανόλης Χατζηδάκης, 1945.

Το πρόσωπο του αγίου (Εικ. 35) δεν έχει τα γνώριμα χαρακτηριστικά του αγίου Νικολάου, που επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα στις εικόνες του 15ου αιώνα, όπως στην εικόνα του Αγγέλου στην Κέρκυρα1, αλλά και σε άλλες μεταγενέστερες2. Έχει ισχνό και οστεώδες πρόσωπο, εξογκωμένα ζυγωματικά, τριγωνικό πηγούνι και πλατύ, υπερυψωμένο μέτωπο που χαράσσουν κυματιστές ρυτίδες. Ακόμη περισσότερο αιφνιδιάζει η διαφοροποίηση αυτή, γιατί η παρουσία του Χριστού και της Παναγίας στο επάνω μέρος δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ταύτιση του αγίου, ακόμη και εάν υποθέσομε ότι η επιγραφή με το όνομά του ήταν λανθασμένη. Το πρόσωπο όμως του αγίου εδώ, ενώ διαφέρει από όλα τα γνωστά μας παραδείγματα, προσεγγίζει στο σχήμα αλλά και στα χαρακτηριστικά το πρόσωπο ενός άλλου ιεράρχη, του αγίου Ιωάννη Χρυσόστομου, με μόνη διαφορά το χρώμα των μαλλιών που είναι καστανά και της γενειάδας που είναι κοντή και αραιή. Η σύγκριση μάλιστα του προσώπου σε δύο εικόνες των Τριών Ιεραρχών, της ίδιας περίπου εποχής με την εικόνα μας, στη Συλλογή Λοβέρδου στο Βυζαντινό Μουσείο (Εικ. 34) και στη Ζάκυνθο3, πείθει για τη σύγχυση ως προς το πρότυπο που χρησιμοποιήθηκε. Οι ομοιότητες, ιδιαίτερα με τη μορφή του Χρυσοστόμου στην εικόνα της Συλλογής Λοβέρδου, επεκτείνονται και στην τεχνοτροπική απόδοση με τα χαρακτηριστικά που σχεδιάζονται με σβέλτο και σταθερό σχέδιο πάνω σε βαθυκάστανο προπλασμό κατά τον τρόπο των κρητικών ζωγράφων του 15ου αιώνα. Στην τέχνη της εποχής αυτής ανήκει και ο τρόπος που ζωγραφίζονται τα πλατιά, μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια του αγίου, ανάλογα με εκείνα που συναντούμε σε εικόνες παλαιολόγειες του 15ου αιώνα, όπως η εικόνα της Οδηγήτριας από την Ανατολή της Κρήτης4 και οι εικόνες του κύκλου του Αγγέλου ή του Ανδρέα Ρίτζου, όπως ο Χριστός Μέγας Αρχιερεύς και εικόνα της Παναγίας στην Πάτμο5, ακόμη και τα καλλιγραφημένα πλαστικά αυτιά επιβεβαιώνουν αυτή την προσέγγιση, καθώς μας θυμίζουν μορφές από τις εικόνες του ζωγράφου Αγγέλου ή του εργαστηρίου του6.
Στην τέχνη των κρητικών ζωγράφων του 15ου αιώνα, που δέχονται επιρροές από την ιταλική ζωγραφική, μπορεί να αποδοθεί η μαλακή πτυχολογία στα υφάσματα και ιδιαίτερα στο στιχάριο με τις καμπύλες πτυχώσεις, που θυμίζουν ανάλογη απόδοση σε δύο εικόνες του αγίου Νικολάου σε ιδιωτική συλλογή στην Αθήνα και στην Piana degli Albanesi στη Σικελία7. Αλλά και η διακόσμηση με χρυσά αραιά ανθέμια στον ανοιχτορόδινο σάκκο θυμίζει τη διακόσμηση στο μαφόριο των δυτικότροπων Madre γύρω στο 15008. Τα άλλα στοιχεία της παράστασης δείχνουν ίσως λίγο μεταγενέστερη εποχή. Για παράδειγμα, ενώ ο τύπος του χαμηλού, χωρίς ερεισίνωτο, χρυσογραφημένου θρόνου είναι γνωστός στην ένθρονη Παναγία τύπου Μadre della Consolazione, γύρω στο 1500, στο Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας9, οι ελεύθερα σχεδιασμένες με χρυσογραφία μορφές των προφητών στη βάση του και, ακόμα, οι φούντες που ανεμίζουν στο μαξιλάρι δεν μας είναι γνωστές σε εικόνες του 15ου αιώνα. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η χρήση της χρυσογραφημένης μορφής σε μονοχρωμία δεν ήταν άγνωστη στην πρώιμη κρητική τέχνη, εφόσον ο ζωγράφος Άγγελος τη χρησιμοποιεί για τη διακόσμηση του επιγονατίου του αγίου Νικολάου στην εικόνα της Κέρκυρας10. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι η ημιεξαγωνική προεξοχή αλλά και η μονόχρωμη ρόδινη απόχρωση που έχει η βάση του θρόνου παραπέμπουν σε παραστάσεις μαρμάρινων θρόνων με αντίστοιχη βάση και υποπόδιο, όπως στην εικόνα του ένθρονου Χριστού στη Ζάκυνθο, έργο του ζωγράφου Αγγέλου11 αλλά και σε περισσότερο δυτικότροπες εικόνες του 16ου αιώνα, όπως η ένθρονη Παναγία του Ιωάννη Περμενιάτη στο Μουσείο Correr στη Βενετία12, τέλος, ο τύπος αυτός διαδίδεται περισσότερο στο 17ο αιώνα, όπως στα αποστολικά στο ναό του Παντοκράτορος στην Κέρκυρα13.
Το κύρος του προτύπου της εικόνας μας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Δαμασκηνός το χρησιμοποιεί για την απόδοση του ένθρονου Ιωάννη Χρυσοστόμου στην εικόνα της Κέρκυρας14 (Εικ. 36, 37). Ο χαμηλός χωρίς ερεισίνωτο θρόνος, η καθιστή μορφή του ιεράρχη με το υψωμένο σε ευλογία χέρι, ο τρόπος που στηρίζει το ανοιχτό ευαγγέλιο στο αριστερό του γόνατο επαναλαμβάνουν με ακρίβεια τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά της εικόνας μας με διαφορές σε δευτερεύοντα στοιχεία, όπως το ξύλινο ορθογώνιο υποπόδιο, το πολυσταύριο φαιλόνιο, ενώ ο πλουσιότερος διάκοσμος των υφασμάτων αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της τέχνης του Δαμασκηνού. Εντυπωσιακή είναι η ομοιότητα των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών των δύο διαφορετικών αγίων, ενώ ανάλογος είναι ο τύπος των γραμμάτων και η διάταξη της επιγραφής σε πέντε στίχους στο ευαγγέλιο (το κείμενο εδώ προέρχεται από την αμέσως επόμενη περικοπή του Ιωάννη, Ιω. ι’, 11). Φαίνεται ότι και στην εικόνα αυτή ο Δαμασκηνός επανέρχεται σε παλαιά πρότυπα του 15ου αιώνα, όπως συνηθίζει σε εικόνες του με μία μόνο μορφή: το Χριστό Παντοκράτορα, την Παναγία Οδηγήτρια, τον Ιωάννη Πρόδρομο, τον προφήτη Ηλία και τον άγιο Αντώνιο1″. Ο τύπος χρησιμοποιείται ευρύτατα για την απόδοση της μορφής του ένθρονου ιεράρχη στη ζωγραφική του τέλους του 16ου και κατά το 17ο αιώνα. Το πρότυπο της εικόνας μας συναντούμε σε εικόνα του Λονδίνου, έργο συντηρητικού ζωγράφου του τέλους του 16ου αιώνα16 που, όπως ο Εμμανουήλ Λαμπάρδος, αντιγράφει πιστά πρότυπο του 15ου αιώνα. Όμοια και στις δύο εικόνες είναι η στάση του αγίου Νικολάου με το ανοιχτό ευαγγέλιο ακουμπισμένο στο αριστερό του γόνατο, ο τύπος του χαμηλού θρόνου χωρίς ερεισίνωτο, ο τύπος και ο χρωματισμός των αμφίων, καθώς και λεπτομέρειες, όπως οι φούντες στις άκρες του μαξιλαριού και η μαρμάρινη βάση του θρόνου με την ημιεξαγωνική προεξοχή. Ο ζωγράφος μεταγράφει, ωστόσο, τα δυτικά στοιχεία του προτύπου στην παραδοσιακή κρητική τεχνοτροπία: η μαλακή πτυχολογία στο στιχάριο σχηματίζεται εδώ από γεωμετρικές, γωνιώδεις πτυχώσεις και οι χρυσογραφημένες μορφές στο Θρόνο και στο πετραχήλι αντικαθιστώνται από απλές χρυσοκοντυλιές. Τέλος, το πρόσωπο του αγίου ακολουθεί τον καθιερωμένο προσωπογραφικό του τύπο.
Τον τύπο αυτό συναντούμε ακόμη απαράλλακτο, με διαφορετική ωστόσο τεχνοτροπία, σε δύο εικόνες σε ιδιωτική συλλογή στο Λίβανο με τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Αθανάσιο, του τέλους του 16ου αιώνα17. Σε παραλλαγές και συχνά εμπλουτισμένο τον συναντούμε στην εικόνα του Κωνσταντίνου Παλαιοκαπά στη μονή Γωνιάς (1637)18 και του Θεόδωρου Πουλάκη στην Κέρκυρα19, καθώς και σε αρκετές επτανησιακές εικόνες του 18ου αιώνα20.
Σύμφωνα με τις παραπάνω παρατηρήσεις η χρονολόγηση της εικόνας μας δεν μπορεί να ξεπερνάει τις αρχές του 16ου αιώνα, ενώ πολλά είναι τα στοιχεία που θα επέτρεπαν μια πρωιμότερη χρονολόγηση στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Οι εκτεταμένες φθορές στην επιφάνεια του χρώματος δεν επιτρέπουν μεγαλύτερη ακρίβεια στην αναγνώριση του εργαστηρίου και στη χρονολόγηση.
Συνοψίζοντας, η εικόνα του αγίου Νικολάου μας προσφέρει το παλαιότερο γνωστό δείγμα ενός εικονογραφικού τύπου ένθρονου ιεράρχη, που θα αποκτήσει ευρύτατη διάδοση στην κρητική ζωγραφική.

ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ Μανόλης Χατζηδάκης, 1945: «Η εικόνα έχει ζωγραφισθή πάνω σε σανίδι με λεπτή προετοιμασία. Τα περιγράμματα είναι ελαφρά χαραγμένα. Διατηρείται πολύ καλά, μόνο το χρυσό των κοσμημάτων έχει κάπως σβύσει και το χρυσό του αέρα έχει φύγει σε μεγάλο μέρος».
Φθορές από παλαιότερο καθαρισμό της εικόνας στη ζωγραφική επιφάνεια, στη σάρκα, στα υφάσματα, καθώς και στις χρυσογραφίες.

Ν. Χατζηδάκη

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αδημοσίευτη.

Σημειώσεις
1. Βοκοτόπουλος, 1990, αρ. 7, εικ. 86.
2. Βλ. πρόχειρα Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, 1986, αρ. 107, 122, 123, 150, 168. Ν. Χατζηδάκη, 1983, αρ. 33, 53. Βασιλάκη, 1984, σ. 229 κ.ε., εικ. 1-5.
3. Εικόνα Συλλογής Λοβέρδου: Affeschi e Icone, 1986, αρ. 78, σ. 129 (Ν. Chatzidakis)· Εικόνα Ζακύνθου: Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, 1986, αρ. 133, σ. 130 (16ος αι.) (Π. Βοκοτόπουλος).
4. Εικόνες Κρητικής Τέχνης, 1993, αρ. 149 (Μ. Μπορμπουδάκης).
5. Χατζηδάκης, 1977, αρ. 15 πίν. 19, αρ. 35 πίν. 30.
6. Βλ. πρόχειρα, άγιος Φανούριος και Ασπασμός Πέτρου και Παύλου στην Πάτμο, Χατζηδάκης 1977, αρ. 69 σ. 117-119 πίν. 27 και αρ. 74 σ. 74-75 πίν. 45.
7. Βλ. σχετικά Ν. Χατζήδάκη, 1983, αρ. 33 και Lindsay-Opie, 1991, πίν. 144.
8. Βλ. για παράδειγμα Ν. Χατζηδάκη, 1993, αρ. 24, εικ. 12, αρ. 29.
9. Εικόνες Κρητικής Τέχνης, 1993, αρ. 39 (I. Kyzlasova).
10. Βλ. σημ. 1.
11. Για άλλα παραδείγματα βλ. Ιcone di Ravenna, 1979, αρ. 191, σ. 111 (15ος αι.). From Byzantium to El Greco, 1987, αρ. 33, σ. 101, 168. Η καταγωγή του στοιχείου αυτού εντοπίζεται στην ιταλική ζωγραφική του 14ου αιώνα, όπως σε έργα του Ρaolo Veneziano (Παναγία ένθρονη, βλ. Berenson, 1968, 1, εικ. 9, 10, 11).
12. Ν. Χατζηδάκη, 1993, αρ. 32, σ. 134-136.
13. Βοκοτόπουλος, 1990, εικ. 271-278.
14. Βοκοτόπουλος, 1990, αρ. 21, σ. 110-113, εικ. 22, 110-113.
15. Βλ. πρόχειρα Χατζηδάκης, 1977, σ. 80-81, σημ. 2. Βοκοτόπουλος, 1985, σ. 398. Βοκοτόπουλος, 1990, εικ. 20, 21, 24· βλ. και παρακάτω αρ. Κατ. 10, 13, 18, σ. 120, 147, 231 κ.ε.
16. Τhe Temple Gallery, 1992, χ.αρ., έγχρ. φωτ. στο οπισθόφυλλο.
17. Icones grecques, melkites, russes, 1993, αρ. 14 σ. 82-83, αρ. 15 σ. 84-85· βλ. και εικόνα στο Βari,
Ιcone di Puglia, 1988, αρ. 70, σ. 176.
18. Εικόνες Κρητικής Τέχνης, 1993, αρ. 167 (Μ. Μπορμπουδάκης).
19. Βοκοτόπουλος, 1990, αρ. 88, εικ. 243· βλ. και εικόνα Sotheby’s, 1988.
20. Βλ. παρακάτω αρ. Κατ. 46.

Ο Άγιος Νικόλαος Ένθρονος.

Αυγοτέμπερα σε ξύλο. π. 1500.

65 x 49 x 2 εκ.

(αριθ. δωρεάς 6)

Νανώ Χατζηδάκη, Εικόνες της Συλλογής Βελιμέζη, εκδ. Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 1997, αριθ. κατ. 5, σελ. 86.